γηπατταλος

γηπατταλος
    γηπάτταλος
    γη-πάττᾰλος
    ὅ ирон. земляной гвоздь, т.е. редька Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γηπατταλος" в других словарях:

  • γηπάτταλος — γηπάτταλος, ο (Α) (κωμική λέξη τού Λουκ.) πάσσαλος τής γης, δηλ. το φυτό ραπάνι, η ραφανίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πάτταλος (αττ. τ. τού πάσσαλος*)] …   Dictionary of Greek

  • γηπαττάλους — γηπάτταλος oblong radish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»